-
1 строй
стро||йм1. τό καθεστώς, τό σύστημα:государственный \строй τό πολίτευμα, τό καθεστώς· социалистический \строй τό σοσιαλιστικό καθεστώς· общественный \строй τό κοινωνικό καθεστώς· колхозный \строй τό σύστημα τών κολχόζ· 2.:грамматический \строй языка ἡ γραμματική διάρθρωση τής γλώσσας·3. воен. ἡ παράταξη [-ις], ἡ σύν-ταξη [-ις]:сомкнутый \строй ή, πυκνή παράταξη· боевой \строй ἡ παράταξη μάχης· ◊ вступать в \строй (о предприятии) ἀρχίζω νά λειτουργώ· вводить в \строй ἀρχίζω νά χρησιμοποιώ· выводить из\стройя θέτω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύω· выйти из \стройи βγαίνω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύομαι. -
2 строй
строя, προθτ. о строе, в строю, πλθ. строи, -ев κ. строй-θβ α.1. (στρατ.) σύνταξη. || τμήμα συνταγμένο. •τμήμα μάχιμο.2. σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων).3. διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση•метрический -стиха μετρική σύνθεση στίχου.
|| χαρακτήρας, τρόπος•строй мышления τρόπος της σκέψης.
|| το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας•самодержавный строй το απολυταρχικό καθεστώς•
феодальный строй το φεουδαρχικό καθεστώς•
буржуазный строй αστικό καθεστώς•
социалистический, строй σοσιαλιστικό καθεστώς•
5. κούρντισμα, εναρμόνιση.εκφρ.вести в строй – κρίνω ικανόν για εργασία ή μάχιμο•встать (поступить, войти, стать) в строй – είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος•остаться в -ю – μένω στις γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)•вывести из строя – α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω•выйти (выбить) из строя – αχρηστεύομαι. -
3 строй
1. (система построения чего-л.) η παράταξη, ο σχηματισμόςη διάταξηвыходить из - я θέτω εκτός λειτουργίας, αχρηστεύω2. (система общественного, государственного устройства, формация) το καθεστώςτο σύστημαгосударственный - κρατικό -, το πολίτευμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > строй
-
4 σύστημα
[систима] ουσ. о. система, метод, принцип, система, строй, устройство,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύστημα
-
5 устройство
устро||йствос1. (действие) ἡ ὀργάνωση [-ις], ἡ τακ-τοποΙηση [-ις]/ ἡ κατασκευή (сооружение, построение):он занят \устройствойством квартиры εἶναι ἀπησχολημένος μέ τήν τακτοποίηση τής κατοικίας του·2. (оборудование) ἡ ἐγκατάσταση [-ις]/ ὁ μηχανισμός, τό μηχάνημα (механизм):регулирующее \устройствойство τό μηχάνημα ρύθμισης· осветительное \устройствойство ἡ φωτιστική ἐγκατάσταση·3. (строй) τό σύστημα:государственное \устройствойство τό κρατικό σύστημα· общественное \устройствойство τό κοινωνικό σύστημα·4. ἡ διαρρύθμιση:\устройствойство до́ма ἡ διαρρύθμιση τοῦ σπιτιοό. -
6 общественный
1. (возникающий и протекающий в обществе) κοινωνικ/ός 2. (принадлежащий обществу, коллективный) δημόσιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общественный
-
7 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
8 государственный
государственный κρατικός \государственный строй το κρατικό σύστημα \государственныйая граница τα κρατικά σύνορα \государственный язык η επίσημη γλώσσα του κράτους* * *госуда́рственный строй — το κρατικό σύστημα
госуда́рственная грани́ца — τα κρατικά σύνορα
госуда́рственный язы́к — η επίσημη γλώσσα του κράτους
-
9 государственный
государственн||ыйприл κρατικός, δημόσιος:\государственныйый строй τό κρατικό σύστημα, τό πολίτευμα· \государственныйые границы τά κρατικά σύνορα· \государственныйый банк ἡ κρατική τράπεζα· \государственныйый язык ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους· \государственныйый флаг ἡ σημαία τοῦ κράτους· \государственныйый служащий ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \государственныйая измена ἡ ἐσχατη προδοσία· \государственныйый престу́пник ὁ ἐγκληματίας κατά τοῦ κράτους· \государственныйое право τό δημόσιο δίκαιο· \государственныйый деятель ὁ κρατικός παράγοντας· \государственныйый переворот τό πραξικόπημα· \государственныйый экзамен οἱ κρατικές ἐξετάσεις. -
10 общественный
общественн||ыйприл в разн. знач. κοινωνικός:\общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες. -
11 рабовладельческий
рабовладел||ьческийприл δουλσκτητικός:\рабовладельческийьчес-кий строй τό δουλοκτητικό σύστημα, τό καθεστώς τής δουλείας. -
12 режим
режимм1. (распорядок) ἡ διάταξη, ὁ κανονισμός:\режим питания ἡ δίαιτα· школьный \режим ὁ σχολικός κανονισμός·2. (государственный строй) τό καθεστώς.3. мед.:постельный \режим ἡ παραμονή στό κρεββάτι·4. тех. οἱ συνθήκες λειτουργίας:рабочий \режим машины οἱ συνθήκες λειτουργίας μηχανής· ◊ \режим экономии τό σύστημα οίκονομίας, ἡ οἰκονομία. -
13 советский
советск||ийприл σοβιετικός:Советский Союз ἡ Σοβιετική Ένωση· \советскийая власть ἡ σοβιετική ἐξουσία· \советский строй τό σοβιετικό σύστημα· \советскийое государство τό σοβιετικό κράτος. -
14 феодальный
феодал||ьныйприл φεουδαρχικός:\феодальныйьный строй τό φεουδαρχικό σύστημα. -
15 государственный
επ.κρατικός•государственный строй το κρατικό σύστημα•
государственный аппарат ο κρατικός μηχανισμός•
государственный герб το κρατικό έμβλημα•
-ая граница κρατικά σύνορα•
государственный язык η επίσημη γλώσσα του κράτους•
государственный преступник εγκληματίας κατά του κράτους•
-ая таина κρατικό μυστικό•
-бюджет κρατικός προύπολογισμός•
-ые учреждения κρατικά ιδρύματα•
государственный человек ή деятель κρατικός παράγοντας•
государственный заем κρατικό δάνειο (λαμβανόμενο)•
государственный ум κρατικός νους, πολιτικός άντρας.
|| δημόσιος•-ые служащие δημόσιοι υπάλληλοι.
εκφρ.- ое право – κρατικό δίκαιο•- ые экзамены – πτυχιακές εξετάσεις. -
16 общественный
επ.1. κοινωνικός•закон -го развития νόμος της κοινωνικής εξέλιξης•
строй το κοινωνικό σύστημα•
-ая жизнь η κοινωνική ζωή•
-ые отношения οι κοινωνικές σχέσεις•
-ая собственность κοινωνική ιδιοκτησία•
-ое положение κοινωνική κατάσταση ή η κοινωνική θέση•
общественный долг το κοινωνικό χρέος•
-ые организации οι κοινωνικές οργανώσεις.
|| δημόσιος•-ые работы δημόσιες εργασίες•
-ое имущество δημόσια περιουσία•
-ое поричиние δημόσια επιτίμηση• ξεμπρόστιασμα.
|| κοινός, συλλογικός•-ая обработка земли κοινή καλλιέργεια της γης.
2. φίλος των συναναστροφών•общественный человек κοινωνικός άνθρωπος.
εκφρ.общественный обвинитель – ο δημόσιος κατήγορος. -
17 первобытно-общинный
επ. первобытно-общинный строй το πρωτόγονο κοινωνικό σύστημα κοινοκτημοσύνης. -
18 политический
επ.πολιτικός•политический режим πολιτικό καθεστώς•
политический строй, -ая система πολιτικό σύστημα•
политический деятель πολιτικός παράγοντας•
-ая борьба πολιτικός αγώνας, πολιτική διαμάχη•
-ие события πολιτικά γεγονότα•
-ие партии πολιτικά κόμματα•
политический преступник πολιτικός εγκληματίας•
-ие права πολιτικά δικαιώματα•
-ая экономия πολιτική οικονομία (επιστήμη).